θυωρίτης

θυωρίτης
θῠωρ-ίτης· τραπεζίτης, Hsch.: metaph., θ. κάλλους
A an examiner of beauty, of Paris, Lyc.93; expld. by ἀργυρογνώμων, EM457.50.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυωρίτης — θυωρίτης, ὁ (Α) [θυωρός] 1. αυτός που υπηρετεί ως θυωρός* 2. μτφ. κριτής, εξεταστής («θυωρίτης κάλλους» Κριτής τής ομορφιάς, Λυκόφρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”